- ισόπεδος
- η, ο [ος, ον]1) плоский, ровный, гладкий; 2) выровненный; расположенный на одинаковом уровне;
ισόπεδος διάβασις — переезд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ισόπεδος διάβασις — переезд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἰσόπεδος — of even surface masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισόπεδος — η, ο (Α ἰσόπεδος ον) αυτός που έχει ομαλή, επίπεδη επιφάνεια, επίπεδος, ομαλός («χοῡν ποιέων τῇ ἄλλῃ γῃ ἰσόπεδον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που η επιφάνεια του βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια άλλου 2. φρ. «ισόπεδη διάβαση» διασταύρωση δύο … Dictionary of Greek
ισόπεδος — η, ο 1. ομαλός, επίπεδος: Ισόπεδη επιφάνεια. 2. αυτός που η επιφάνειά του βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια άλλου: Ισόπεδη διάβαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσοπέδους — ἰσόπεδος of even surface masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσόπεδοι — ἰσόπεδος of even surface masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανισόπεδος — η, ο κ. ανισόπεδος, ο ο μη ισόπεδος, αυτός που δεν βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ισόπεδος. Η λ. μαρτυρείται στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ραγκαβή (1809 1892)] … Dictionary of Greek
ἰσόπεδον — level ground neut nom/voc/acc sg ἰσόπεδος of even surface masc/fem acc sg ἰσόπεδος of even surface neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπεδος — η, ο (AM επίπεδος, ον) αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, χωρίς εσοχές ή προεξοχές, πεδινός, ομαλός («γεώδης δ’ ἧν πᾱσα καὶ πλὴν ὁλίγων ἐπίπεδος ἄνωθεν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. (γεωμ.) «επίπεδη επιφάνεια» η επιφάνεια πάνω στην οποία προς οποιαδήποτε… … Dictionary of Greek
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek
ισοπεδής — ἰσοπεδής, ές (Α) ἰσόπεδος* … Dictionary of Greek
ισοπεδώνω — 1. κάνω κάτι ισόπεδο, καθιστώ μια επιφάνεια ομαλή 2. μτφ. 1. καταργώ τις διαφορές και διακρίσεις που υπάρχουν, εξομοιώνω, εξισώνω 2. κατεδαφίζω, γκρεμίζω, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσόπεδος. Η λ. στον λόγιο τ. ίσοπεδόω ῶ μαρτυρείται από το 1856… … Dictionary of Greek